- ἐχέσαρκος
- ἐχέ-σαρκος, ονA clinging close to the body,
χιτών Ath.13.590f
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιτών Ath.13.590f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχέσαρκος — ἐχέσαρκος, ον (Α) αυτός που εφαρμόζεται πάνω στη σάρκα, ο κατάσαρκος («ἐχέσαρκον χιτώνιον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + σαρξ, κός] … Dictionary of Greek
ἐχέσαρκον — ἐχέσαρκος clinging close to the body masc/fem acc sg ἐχέσαρκος clinging close to the body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek